λεύκοθριξ

λεύκοθριξ
λεύκο-θριξ, τρῐχος, , ,
A white-haired, white,

λευκότριχα κριόν Ar. Av.971

;

λευκοτρίχων πλοκάμων E.Ba.112

(lyr.); -

τριχες ἵπποι Call. Cer.121

;

τῶν λευκοτρίχων Arist.GA786a24

;

λ. πρόβατα Str.16.4.26

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκόθριξ — ο, η (AM λευκόθριξ, τριχος) βλ. λευκότριχος …   Dictionary of Greek

  • λευκοτρίχων — λευκόθριξ masc/fem gen pl λευκότριχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότριχα — λευκόθριξ masc/fem acc sg λευκότριχος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότριχας — λευκόθριξ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότριχες — λευκόθριξ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότριχος — η, ο και λευκόθριξ, τριχος, ο, η (AM λευκότριχος, ον και λευκόθριξ) αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • μιξόθριξ — μιξόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τρίχες λευκές και μαύρες αναμεμιγμένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”